κἀπαντῶσι — ἀπαντῶσι , ἀπαντάω move from pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀπαντῶσι , ἀπαντάω move from pres subj act 3rd pl (attic epic ionic) ἀπαντῶσι , ἀπαντάω move from pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἀπαντῶσι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Teeteto — Para otros usos de este término, véase Teeteto (desambiguación). Teeteto, en griego Θεαίτητος, en latín Theaetetus o Theaitetos (Atenas c. 417 a. C. 369 a. C.), hijo de Eufronio, del demo ateniense de Sunión, fue un matemático … Wikipedia Español
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek
μεθύδριον — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Αρκαδίας. Σύμφωνα με την παράδοση, είχε ιδρυθεί από τον Ορχομενό, γιο του Λυκάονα. Βρισκόταν ανάμεσα στη Μεγαλόπολη και τη Μαντίνεια, στον δρόμο που ξεκινούσε από την Ολυμπία με κατεύθυνση τον Ορχομενό. Η… … Dictionary of Greek
νωθρός — ή, ό (ΑΜ νωθρός, ά, όν) 1. βραδυκίνητος, οκνηρός, χαύνος 2. ανόητος, βραδύνους («νωθροί πως ἀπαντῶσι περὶ τὰς μαθήσεις», Πλάτ.) αρχ. 1. (για τις αισθήσεις) αμβλύς («ἐπεὶ νωθροὶ γεγόνατε ταῑς ἀκοαῑς», ΚΔ) 2. μικρός, ανίσχυρος 3. αυτός που κάνει… … Dictionary of Greek